ΜΑΝΩΣ. φρενών σπαραγμός τούτο τασαφές φράσον. ΑΓΓΕΛΟΣ. ξυνελών λέγω ταλγιστα παις τέθνη, ο σός. ΜΑΝΩΣ. ευ δή λέγεις άλγιστα φρούδον οίχεται το μοι δοκηθεν, ως ελευθερουντί νιν. θάνατος δε, πάντων ος κακών απαλλαγή, τ64ο και τόνδ' όλως ερρύσαθ'· ων δ' ανειλόμην άνεμωλίων γεννήματ’ ελπίδων νέα απήλθεν έκβολ', ως το χειμ', οπισθόπουν, πάχνη τα πρωτόλεια των μηνών δάκνει. πρίν δ' υπερέχειν μ' άλογούντα, σήμηνον το πας. θάνατος βροτοίσιν αισχος ή κύδος φέρει. τίς τον κτανόντα πάντας, ως συ φής, κτανών; τις εύχεται Σάμψωνα καιρίαν βαλών; ΑΓΓΕΛΟΣ. εχθρών άθικτον ίσθι νιν τεθνηκότα. ΜΑΝΩΣ, φόνοισιν εκκεκμηκότ', ή ποιο τρόπο; 165ο ΑΓΓΕΛΟΣ. φήμ’ αυτόχειρα νιν θανείν. MANOAH. Self-violence? what cause Brought him so soon at variance with himself Among his foes ? MESSENGER. Inevitable cause, MANOAH. 1590 MESSENGER. Occasions drew me early to this city, And, as the gates I entered with sun-rise, The morning trumpets festival proclaimed, Through each high street. Little I had dispatched, When all abroad was rumoured that this day 1600 Samson should be brought forth, to shew the people Proof of his mighty strength in feats and games. ΜΑΝΩΣ. αυτοκτόνος πως ήν, έν εχθροίς αυτός έχθιστος φανείς; ΑΓΓΕΛΟΣ. θνήσκων γάρ έθανάτωσεν, ουδ' άλυξις ήν. το δώμα πάσιν εις θέαν ήθροισμένους αυτο τ' έφείλκυσ', εγκατασκήπτων ομού. ΜΑΝΩΣ. αυτός το σαυτού πημα το σθένει λαβών δεινόν τιν' είλου, φεύ, τρόπον τιμωρίας. ημίν δε, καίπερ καταμαθούσι και λίαν, συ ταύτα, πάντων τώνδ' άτ’ αυτόπτης γεγώς, σκεθρώς διηγού, πριν καταστήναι πόλιν. ΑΓΓΕΛΟΣ. έγωγε ταύτας, όρθριος μολών, πύλας έτυχον εσελθών εν δε τώδ' εωθινή έδειξ' εορτήν κατά μέσην σάλπιγξ πόλιν. κάμοι τα πράγματ’ ούτι προύκοψεν πολύ, πριν δημόθρουν με πάντοθεν κιχεϊν φάτιν ως σήμερον Σάμψωνα μέλλοιεν, σθένος δείξοντα παμμέγιστον έξάγειν τάχα, αγώνας αθλήσοντα, πάνδημον θέαν. 1660 I sorrowed at his captive state, but minded 1620 κείνω μεν ούν παθόντι συμπαθων όμως, τον νούν προσεύχον τήδε τη θεωρία. 1670 θέατρον ήν μεν τήδε παιγνία μέγα, το δ' ημικύκλιον κίοσίν τ' ηρείδετο, ήμπισχέ θ' αψίς· εν δε παντοϊοί τινες στοιχηδόν εθεάσαντο, συνθέτοις έδραις" ετέρωθι δ', όχθαις βήμασιν θ' υπαίθριος λεως, εν ώ και χωρίς ών έλάνθανον. αυτοι δε κωμάζοντες, εν μεσημβρία, ήδη δ' υπερπλησθέντες ευοίνου βοράς θύοντες, εύφρονές τε, των προκειμένων είχοντο, δέσμιόν τε δημία στολή 1680 Σάμψωνα μετεπέμψαντο. κύμβαλ' ήν πάρος αυλοί τε, πεζοί δ' ιππόται τ' όπισθε νιν, ξυν σφενδονητών ξύν τε τοξοτών λόχοις δόρασίν τε καταφράκταις τε τήδε χατέρα, κατηγον ώς δ' εσείδον, ουρανός βοή διερράγη, τον ενθάδ' υμνούντων θεών, δούλον παρασχόνθ' όστις ήν πάντων φόβος. ο δ' ατρεμαίος, τλησικαρδίω φρενί, όποι νιν ήγον, πάντα θαυμαστώ σθένει έλκων τε βαστάζων τε διετέλει χερούν 1690 |