890 Thy country sought of thee, it sought unjustly, 900 DALILA. In argument with men a woman ever SAMSON. For want of words no doubt, or lack of breath- φύσεως υπερβέβηκε και βροτών νόμους. οι δ' εκπεσόντες των πολιτείας όρων, δεινούς επ’ έργοις ξυνομόσαντες εκδίκως, 930 οι' ουδ' αν εξείη ποτ' εν μάχη δορός ρυσιπτόλει, κάλλιστα της πάτρας γέρα φθείρουσ', έρασμίαν τ' εν ανθρώποις χάριν μη δη τοιούτους άξιούν τιμης λαχείν. μών σους θεούς άρεστα ταύτ' έσπούδασας; αλλ' οι γε μη σθένουσι μηδ' αυτοι μένειν, ή πού γε δή τιν' εχθρόν ανατρέπειν βία, μη ου δύσθεόν τι δρώντες, οιά τ' αν θεούς ούπως ξυνάδοι, τούσδε γ' ου θεούς λέγω, ουδ' αν τρόπο νιν προσκύσαιμ' αν ευσεβεί. 940 σκήψει σφαλείσ' ούν χρωμάτων πεπλασμένων, αισχράν εφάνθης υπερέχουσ' άλιερίαν. ΔΗΛΙΛΗ. ή μην ανήρ, δίκαιον είτ' εκτός δίκης, αει γυναικός, εν λόγων μάχη, κρατεί. ΣΑΜΨΩΝ. επών γάρ, ή ποθ' ούνεκα σμικράς πνοής ευ σου τόδ' ήδη καταβοώμενος πάλαι. DALILA. I was a fool, too rash, and quite mistaken 910 920 Their favourable ear, that I may fetch thee From forth this loathsome prison-house, to abide With me, where my redoubled love and care, With nursing diligence, to me glad office, May ever tend about thee to old age, With all things grateful cheered, and so supplied, That, what by me thou hast lost, thou least shalt miss. ΔΗΛΙΛΗ. φεύ της ανοίας της τ' άγαν ευθαρσίας. έπταισ' έν οίσι και μάλιστ' ελπίς παρήν. είη δ' άρ', είη σης με συγγνώμης τυχεϊν κάρτ' αντίποινα, καιρόν ήν λάβω, κακών 950 φέρουμ' άν άλλων παρενόμουν ηγουμένων σε δ' ουν προσήκει τους άγαν κλαυθμούς εάν, στέργoντα τάχθος της δυσιάτου δύης. πόλλ' έστι καίπερ όμματ' έστερημένω θελκτήριο, οις η αίσθησις εν λοιπούς πάρα, οίκοι σχολάζουσίν τε φροντίδων τ' άτερ αι τους βλέποντας τους καθ' ημέραν πόνους τρίβουσιν εκδημούντας" άσμένην μεν ούν τους τηδ' άνακτας έμε παραιτείσθαι χρεών, των δ' ουκ αθέλκτων τεύξομαι, σε τούδ' όπως έσται μ' υπεκσώσασαν εργαστηρίου του δυσφορήτου, ξύννομον τηρείν έμοί. τάνθένδε, της πριν έξοχον προθυμίας ζήλον παρασχοίμην αν ευφιλής τροφος, σε μηδε γηράσκοντα θυμηδούς χαράς δείσθαι, τα φρούτα δ' ως μάλιστα και αναλαβει έμoύ πoρoύσης, εξ εμού βεβλαμμένον. H SAMSON. No, no, of my condition take no care ; 930 |